Μητσοτάκης – Βουλή (πρωτολογία): «Δύσκολες οι επόμενες 10 ημέρες της πανδημίας – Χρειάζεται σοβαρότητα»

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρωτολογία του στη Βουλή, για την κυβερνητική πολιτική σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, τόνισε πως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι επόμενες 10 μέρες θα είναι δύσκολες.

«Μπαίνουμε στην πιο δύσκολη φάση αντιμετώπισης της πανδημίας και τώρα πρέπει να κρατηθούμε όλοι όρθιοι, ώστε όταν έρθει το εμβόλιο να βγούμε από την κρίση. Δεν βαδίζουμε χωρίς κατεύθυνση», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την πρωτολογία του στη συζήτηση που διεξήχθη στη Βουλή με βάση το άρθρο 142Α του Κανονισμού της Βουλής για την πανδημία.

Δείτε το video:

Διαβάστε όλη την ομιλία του πρωθυπουργού:

Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή κατά την ενημέρωση του σώματος, σύμφωνα με το άρθρο 142Α του Κανονισμού, για την κυβερνητική πολιτική σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προκάλεσα τη σημερινή συζήτηση για να μπορέσουμε να κάνουμε ένα νηφάλιο, ειλικρινή διάλογο για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα.

Η κυβέρνηση θα ενημερώσει την Εθνική Αντιπροσωπεία και τους Έλληνες πολίτες για την κατάσταση και προσδοκώ από όλους τους συμμετέχοντες να σεβαστούμε ως προς τον τόνο της συζήτησης, την κρισιμότητα της κατάστασης.

Πιστεύω ότι οι γιατροί μας, οι νοσηλευτές μας, οι συμπολίτες μας οι οποίοι ασθενούν και αναζητούν σήμερα περίθαλψη σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, το τελευταίο το οποίο θα ήθελαν σήμερα να ακούσουν είναι έναν ακόμα ανούσιο πολιτικό καυγά στην Εθνική Αντιπροσωπεία.

Κατά συνέπεια, από όλους μας εξαρτάται εάν θα σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και εάν θα μετατρέψουμε αυτή την συζήτηση σε μία γόνιμη διαδικασία, όπου η κυβέρνηση με ειλικρίνεια θα παρουσιάσει αυτά τα οποία έχει κάνει, αυτά τα οποία προτίθεται να κάνει, θα κάνει την ειλικρινή της αυτοκριτική. Και η αντιπολίτευση θα προτείνει στην κυβέρνηση τρόπους με τους οποίους μπορούμε όλοι μαζί να βελτιώσουμε την κατάσταση και να δώσουμε πιο αποτελεσματικά αυτή τη δύσκολη μάχη. Διότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι επόμενες ημέρες, θα έλεγα η επόμενη εβδομάδα, οι επόμενες δέκα ημέρες, θα είναι ημέρες δύσκολες, ημέρες εξαιρετικά κρίσιμες.

Και σε αυτή την μεγάλη προσπάθεια πολιτική ηγεσία, κόμματα, αλλά και πολίτες πρέπει όλοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Θα επανέλθω στη συνέχεια στην έννοια της ευθύνης και πώς προσωπικά την αντιλαμβάνομαι σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία.

Πιστεύω τα όσα έχουν μεσολαβήσει από το Μάρτιο μέχρι και σήμερα είναι λίγο – πολύ γνωστά. Αξίζει όμως να γίνει μία σύντομη ανασκόπηση, κυρίως για να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε σε αυτή την αίθουσα στο ποια είναι τα πραγματικά, τα αληθινά γεγονότα. Για να μην κυνηγάμε μονίμως ανυπόστατες φήμες, κατασκευασμένες, δραματοποιημένες εικόνες που συχνά στοχεύουν περισσότερο σε πρόσκαιρες μικροκομματικές στοχεύσεις και όχι στο να υπηρετήσουμε την εξεύρεση της πραγματικής αλήθειας.

Το τι κάναμε από το Μάρτιο, λοιπόν, μέχρι σήμερα είναι λίγο – πολύ γνωστό. Η χώρα πέτυχε να ανασχέσει το πρώτο κύμα της πανδημίας και το έκανε αυτό διότι ειδικοί, πολιτεία αλλά πρωτίστως πολίτες συστρατευθήκαμε όλοι μαζί σε μία κοινή προσπάθεια.

Ουδέποτε η κυβέρνηση διεκδίκησε εύσημα αποκλειστικότητας για αυτή την εθνική επιτυχία. Σε κάθε δημόσια ομιλία μου, σε κάθε διάγγελμά μου, σε κάθε παρέμβασή μου ευχαριστούσα τους πολίτες οι οποίοι πρώτοι συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις των ειδικών. Και όταν είχαμε καταφέρει να ξεπεράσουμε την έξαρση του πρώτου κύματος, εγώ ο ίδιος προειδοποιούσα ότι δεν έχουμε αφήσει ακόμα τον κίνδυνο πίσω μας και ότι δεν πρέπει, καθώς ανοίγαμε ξανά την οικονομία μας, να εφησυχάσουμε και να επιτρέψουμε στον ιό να επιστρέψει και πάλι.

Το τι έγινε όλο αυτό το διάστημα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι γνωστό.  Καταλαβαίνω ότι έχουμε μια δυσκολία να συμφωνήσουμε στους αριθμούς. Η κυβέρνηση δίνει συγκεκριμένα στοιχεία, η αντιπολίτευση ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι ακριβή, ότι είναι λιγότερα τα κρεβάτια σε σχέση με αυτά τα οποία λέει η κυβέρνηση, ότι είναι λιγότερες οι προσλήψεις σε σχέση με αυτά τα οποία ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Νομίζω ότι είναι μια κουβέντα την οποία δύσκολα μπορούν να παρακολουθήσουν οι πολίτες.

Κατά συνέπεια εγώ σήμερα αντί να παραθέσω ακόμα μια φορά -και τα έχω μαζί μου- όλα τα στοιχεία τα οποία έχει ούτως ή άλλως δώσει στη δημοσιότητα το Υπουργείο σχετικά με το πόσες προσλήψεις έχουν γίνει, σχετικά με το πόσες ΜΕΘ έχουν δημιουργηθεί, θα αρκεστώ στο να διαβάσω αυτό το οποίο είπε η καθηγήτρια εντατικολογίας και πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, η κυρία Κοτανίδου.

Την κυρία Κοτανίδου δεν την γνώριζα, την γνώρισα στα πλαίσια της συνεργασίας μας και της τακτικής μας επικοινωνίας με τους εντατικολόγους όλης της χώρας, νομίζω ότι είναι μια επιστήμων η οποία είναι εξαιρετικά καταξιωμένη και σίγουρα γνωρίζει καλά -γιατί έχει υπηρετήσει αυτό το χώρο- τα τεκταινόμενα στη δημόσια υγεία τα τελευταία χρόνια.

Είπε λοιπόν η κυρία Κοτανίδου επί λέξει: «Θα ήθελα να προσθέσω ότι όλοι εμείς οι εντατικολόγοι είμαστε μια μικρή ομάδα η οποία όμως γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Τα τελευταία 25-30 χρόνια αυτό το οποίο ζητάμε από όλες τις κυβερνήσεις που έχουν περάσει είναι να αυξηθούν οι μονάδες και τα κρεβάτια στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Να αυξηθεί το νοσηλευτικό και το ιατρικό προσωπικό και για πρώτη φορά, εν μέσω αυτής της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης γίνονται βήματα τα οποία είναι όχι απλά θετικά, είναι άριστα στον τομέα της εντατικής θεραπείας». Καταθέτω στα πρακτικά τη σχετική δήλωση της κυρίας Κοτανίδου.

Εγώ δεν θα πω λοιπόν ότι είναι άριστα. Θα πω όμως ότι έχει καταβληθεί κάθε ανθρωπίνως δυνατή προσπάθεια ώστε να μπορέσουμε, το διάστημα το οποίο μεσολάβησε από το πρώτο κύμα μέχρι του σημείου που βρισκόμαστε σήμερα, να ενισχύσουμε με κρεβάτια και με προσωπικό τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.

Ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να γίνει έχει γίνει και εξακολουθεί να γίνεται, διότι γνωρίζετε πολύ καλά ότι υπάρχει μία διάκριση μεταξύ των μονίμων Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, όπως παραδείγματος χάριν αυτές που δημιουργήθηκαν στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με τη δωρεά της Βουλής, και των παρεμβάσεων οι οποίες γίνονται για να αντιμετωπίσουμε μία έκτακτη κρίση όπου μπορεί να επιστρατευτούν και να δημιουργηθούν κρεβάτια για να αντιμετωπίσουμε την έξαρση της στιγμής. Και αυτή τη στιγμή -μην κοροϊδευόμαστε- γίνονται και τα δύο αυτά τα οποία περιγράφω.

Επίσης δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σήμερα η χώρα μας διαθέτει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας, έναν οργανισμό δημόσιας υγείας, τον ΕΟΔΥ, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον μηχανισμό τον οποίο παραλάβαμε και ως προς το προσωπικό του και ως προς τον επαγγελματισμό του και ως προς την τεχνογνωσία του.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η χώρα τους τελευταίους οκτώ μήνες αύξησε κατακόρυφα τον αριθμό των τεστ που διεξάγει. Και είμαστε, αν δει κανείς τον χάρτη του ECDC -το μόνο συγκριτικό δεδομένο το οποίο μπορούμε να αξιοποιήσουμε- περίπου στον ευρωπαϊκό μέσο όρο των τεστ.

Ήμασταν η πρώτη χώρα στην Ευρώπη η οποία χρησιμοποίησε rapid tests και τα έχουμε επιστρατεύσει με ένα τρόπο ο οποίος είναι πολύ καλά οργανωμένος, ώστε να βοηθηθούμε στην γρήγορη διάγνωση, σε περιπτώσεις όπου αυτή η γρήγορη διάγνωση είναι επιβεβλημένη.

Όλα, λοιπόν, αυτά έγιναν από τον Απρίλιο μέχρι σήμερα. Θα έρθω στη συνέχεια στο τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει καλύτερα και πώς μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι από εδώ και στο εξής.

Γνωρίζετε, όμως, ότι από το τέλος του πρώτου απαγορευτικού ο στόχος όλων μας ήταν η αποφυγή ενός δεύτερου, οριζόντιου, δρακόντειου lockdown. Γιατί το ξέρουμε καλά ότι ένα καθολικό «πάγωμα» τραυματίζει την οικονομία και την κοινωνία. Είναι ένα γενικό μέτρο, οριζόντιο μέτρο, το οποίο απευθύνεται σε όλους. Όμως δεν φορτώνει και με το ίδιο βάρος τους ώμους όλων. Το ίσο δεν είναι πάντα ισοδύναμο και το συνολικό -το ξέρουμε καλά- δεν είναι πάντα δίκαιο.

Έπρεπε λοιπόν εμείς, όπως και όλες οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που είναι το άμεσο μέτρο σύγκρισης, να ισορροπήσουμε ανάμεσα σε δύο παράλληλες αλλά και συχνά αντίθετες ανάγκες. Την προστασία της δημόσιας υγείας από τη μία και τη στήριξη της οικονομίας και της κοινωνίας από την άλλη. Επιλέξαμε, όλο το διάστημα το οποίο μεσολάβησε από τη στιγμή  που διαπιστώσαμε ότι είχαμε να αντιμετωπίσουμε μία δεύτερη έξαρση του ιού, τις τοπικές παρεμβάσεις.

Εξηγήσαμε ότι αν μπορέσουμε να τηρήσουμε τα μέτρα προστασίας τα οποία μας υποδεικνύουν οι ειδικοί θα μπορέσουμε να αποφύγουμε ένα οριζόντιο δεύτερο lockdown. Το ίδιο, θέλω να τονίσω, έκαναν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες. Και σε μία συζήτηση de profundis, ειλικρινή, την οποία είχαμε στη Σύνοδο Κορυφής του Οκτωβρίου, είχα τοποθετηθεί και είχα πει ότι υπάρχει ένα στοίχημα το οποίο δεν ξέρουμε αν μπορούμε να κερδίσουμε. Και το στοίχημα το διατύπωσα με πολύ μεγάλη σαφήνεια: Έχουμε τη δυνατότητα να περιορίσουμε την έξαρση ενός δεύτερου κύματος, παίρνοντας μέτρα τα οποία θα είναι πιο χαλαρά από ένα οριζόντιο lockdown;

Την απάντηση δυστυχώς την ξέρουμε σήμερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι: Δεν μπορούμε να το κάνουμε. Λυπάμαι που το λέω, αλλά στην ίδια διαπίστωση κατέληξαν και όλες ανεξαιρέτως οι Ευρωπαϊκές χώρες.

Όλοι προσπαθήσαμε. Όλοι προσπαθήσαμε να μην «παγώσουμε» την οικονομική δραστηριότητα. Να πάρουμε τοπικά μέτρα, προσωρινά μέτρα, στοχευμένα μέτρα. Δεν καταφέραμε, δυστυχώς, να συγκρατήσουμε τις εστίες της δύσκολης και γρήγορης έξαρσης του ιού, ώστε να φτάσουμε σε ένα σημείο να μην αντιμετωπίζουμε εκθετική αύξηση, έτσι όπως τη αντιμετωπίζουμε  σήμερα.

Αναγκαστήκαμε να πάρουμε το δραστικό μέτρο του οριζόντιου lockdown όταν διαπιστώσαμε ότι βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μία εκθετική αύξηση των κρουσμάτων. Δεν δίστασα να το κάνω, λίγες μέρες αφότου είχαμε δρομολογήσει το προηγούμενο πακέτο των μέτρων, επειδή τα στοιχεία τα οποία έθεσαν υπόψη μου οι ειδικοί, δεν επιδέχονταν καμίας απολύτως αμφισβήτησης.

Είδαμε μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα μία δραματική, εκθετική αύξηση των κρουσμάτων, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, την οποία έπρεπε πάση θυσία να συγκρατήσουμε. Επειδή ευθύνη μας είναι να προστατεύσουμε όλη τη χώρα και όχι μόνο να αντιμετωπίσουμε την έξαρση του ιού εκεί που βλέπουμε πολλά κρούσματα, επιλέξαμε τη λύση του οριζόντιου lockdown, έτσι όπως έχει δρομολογηθεί.

Ένα lockdown το οποίο σε σχέση με το lockdown του Μαρτίου και Απριλίου έχει δύο βασικές διαφορές: Η μία είναι ότι, σε αντίθεση με τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, πια η χρήση μάσκας όταν μετακινείται κάποιος είναι υποχρεωτική. Η δεύτερη διαφορά είναι ότι επιλέξαμε να κρατήσουμε τα δημοτικά σχολεία ανοιχτά, να κλείσουμε γυμνάσια και λύκεια, τα οποία λειτουργούν σήμερα με το καθεστώς της τηλεκπαίδευσης.

Θέλω να τονίσω ότι και αυτήν την απόφαση την πήραμε νωρίτερα από άλλες χώρες οι οποίες αντιμετώπισαν ακριβώς την ίδια εκθετική αύξηση του κορονοϊού. Πολύ νωρίτερα από ό,τι το Βέλγιο, νωρίτερα από τη Γαλλία, νωρίτερα από την Ιταλία, η οποία και σήμερα που μιλάμε ακόμα δεν έχει πάει σε οριζόντιο lockdown, παρότι τα νοσοκομεία της πιέζονται πάρα πολύ, όπως πιέζονται τα νοσοκομεία σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Στην Ελλάδα ο συναγερμός σήμανε από τις αρχές του φθινοπώρου. Για δύο μήνες, τουλάχιστον, βλέπαμε μία αύξηση των κρουσμάτων η οποία ήταν λελογισμένη και ελεγχόμενη. Μία αύξηση των κρουσμάτων που σύμφωνα με τις δικές μας αναλύσεις, τουλάχιστον, δεν συνδέεται -θα το ξαναπώ- δεν συνδέεται με το άνοιγμα του τουρισμού. Και επιτρέψτε μου αυτό να το τεκμηριώσω.

Χώρες οι οποίες έμειναν τελείως κλειστές, όπως το Ισραήλ, το οποίο δεν δεχόταν κανέναν επισκέπτη, είδε δεύτερη έξαρση του κορονοϊού το Σεπτέμβριο. Η Κύπρος είχε πολύ πιο αυστηρές διαδικασίες από ό,τι είχαμε εμείς, χτυπήθηκε και αυτή και χτυπιέται αυτή τη στιγμή εξίσου σκληρά. Και βέβαια υπάρχει και ένα επιχείρημα για το οποίο τουλάχιστον εγώ δεν έχω ακόμα ακούσει αντίλογο: Εάν η έξαρση του δεύτερου κύματος συνδεόταν με το άνοιγμα στον τουρισμό, θα έπρεπε να την είχαμε δει τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο και όχι στα τέλη Οκτωβρίου, αρχές Νοεμβρίου. Αυτό είναι τελείως προφανές. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς επιδημιολόγος για να το διαπιστώσει.

Θέλω να αναφερθώ λίγο πιο αναλυτικά σε όσα έχει πει η αντιπολίτευση για το ζήτημα του τουρισμού. Θέλω να θυμίσω στην Εθνική Αντιπροσωπεία ότι η αντιπολίτευση μας ζητούσε τον Μάιο να ανοίξουμε τον τουρισμό. Και μας κατηγορούσατε εσείς κύριε Τσίπρα, γιατί δεν το είχαμε κάνει ακόμα. Δήλωση της 18ης Μαΐου: «Όταν έχουμε φτάσει σήμερα και είναι 18 Μαΐου και δεν ξέρουμε ούτε καν, ούτε πότε, ούτε το πώς θα επανεκκίνησει ο τουρισμός, καταλαβαίνετε ότι δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι».

Και στον τουρισμό είπατε τα αυτά και μετά τα ακριβώς ανάποδα. Ανοίξαμε τον τουρισμό οργανωμένα, με μια πολύ αυστηρή μεθοδολογία τεστ που κάναμε σε ένα ποσοστό των εισερχόμενων επισκεπτών μας. Και βέβαια -ας είμαστε ειλικρινείς επιτέλους σε αυτή την αίθουσα- αν κάναμε εκ των υστέρων αυτό το οποίο μας είχατε πει εσείς να κάνουμε αφού μας είχατε προτρέψει να ανοίξουμε τον τουρισμό, δηλαδή υποχρεωτικά τεστ PCR σε όσους ήθελαν να επισκεφτούν την Ελλάδα, θα είχαμε το 10% του τουρισμού που τελικά είχαμε. Θα ισοδυναμούσε ακριβώς αυτή η απόφαση με το κλείσιμο του τουρισμού και όχι με το άνοιγμά του. Θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι μια επιλογή, θα μπορούσε να είναι μια επιλογή. Θα μπορούσαμε να πούμε… μην βιάζεστε, μην εκνευρίζεστε, θα έχετε τη δυνατότητα μετά να τα πείτε… βλέπετε ότι κάνουμε μια ήρεμη συζήτηση και εύχομαι το κλίμα να παραμείνει έτσι. Γιατί εδώ θα αναμετρηθούμε με επιχειρήματα και με τη λογική των αριθμών.

Θα μπορούσαμε να είχαμε πει ως χώρα ότι δεν θέλουμε τουρισμό.  Εάν λέγαμε ότι δεν θέλουμε καθόλου τουρισμό και βάζαμε υποχρεωτικά τεστ PCR θα είχαμε αντί για 5.000.000 επισκέπτες που ήρθαν και κοντά στα 5 δισεκατομμύρια έσοδα το 20%, το 10%.

Αυτό είχατε εισηγηθεί;  Αν αυτό είχατε εισηγηθεί να βγείτε να το πείτε, αλλά δεν μπορείτε να τα θέλετε μονά-ζυγά δικά σας. Και από τη μια να λέτε υποχρεωτικά τεστ και από την άλλη να προσδοκάτε ότι σε μια εποχή που στους πελάτες μας, στις χώρες οι οποίες επέλεξαν να ανοίξουν και να στείλουν επισκέπτες στην Ελλάδα δεν μπορούσαν καν να γίνουν τεστ, ότι έπρεπε να ζητάμε υποχρεωτικά τεστ για να μπορεί κάποιος να εισέλθει στη χώρα μας.

Είδαμε λοιπόν τις τελευταίες 10 μέρες μία εκθετική αύξηση των κρουσμάτων.  Είδαμε ότι αν συνεχίζαμε με αυτούς τους ρυθμούς το σύστημα υγείας θα δεχόταν κάθε μέρα παραπάνω από 1.000 ασθενείς, εκ των οποίων μπορεί περισσότεροι από τους 100 να χρειάζονταν Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

Και θέλω να κάνω και ένα σχόλιο για τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Ο αριθμός των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας που διαθέτει μία χώρα δεν μπορεί να είναι άλλοθι για τις προτεραιότητές μας. Δυστυχώς -και το ξέρουμε- κάποιοι από αυτούς που θα αρρωστήσουν βαριά θα οδηγηθούν στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και κάποιοι, ένα σημαντικό ποσοστό, θα καταλήξουν.

Όσο απλώνεται η μετάδοση του κορονοϊού τόσο περισσότεροι θα νοσούν, τόσο περισσότεροι θα χάνονται, όσες Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και αν υπάρχουν. Δεν έχει βρεθεί ένας υπουργός Υγείας στην Ευρώπη ο οποίος να μην έχει καταλήξει στην ίδια διαπίστωση. Όσες Μονάδες και αν έχουμε -και προφανώς προτιμούμε να έχουμε περισσότερες παρά λιγότερες- δεν αντέχει ένα σύστημα υγείας εάν δεν χτυπήσουμε το πρόβλημα στην αρχή της αλυσίδας. Και η αρχή της αλυσίδας είναι η ανεξέλεγκτη διασπορά το ιού, κυρίως μέσα από συγχρωτισμούς και από επαφές με ανθρώπους τους οποίους  δεν γνωρίζουμε.

Και θα ήθελα να απευθύνω σε όλη την Εθνική Αντιπροσωπεία ένα υποθετικό ερώτημα: Αν είχαμε 3.000 Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, αντί τις 1.000 κάτι που έχουμε σήμερα, αν είχαμε 5.000 Μονάδες Εντατικής Θεραπείας θα ήμασταν πιο χαλαροί στα μέτρα προφύλαξης τα οποία θα παίρναμε;

Διότι αν αυτό υπονοείτε, τότε πρέπει να σας πω ότι και αν γέμιζαν οι 3.000 Μονάδες Εντατικής Θεραπείας θα είχαμε 1.500 συμπολίτες μας οι οποίοι θα έχαναν τη ζωή τους περίπου κάθε εβδομάδα. Άρα οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και ο αριθμός δεν είναι σε καμία περίπτωση άλλοθι για να μην πάρουμε αυστηρά μέτρα περιορισμού της κινητικότητας νωρίτερα. Αλλά για αυτά θα μιλήσω στη συνέχεια.

Θέλω να ξέρετε ότι η επαναφορά της καραντίνας δεν ήταν εύκολη απόφαση. Διότι εκτός από την εφαρμογή τα μέτρα χρειάζονται και προσαρμογή. Άλλα μέτρα ισχύουν σε μία αναταραχή, άλλα σε μία τρικυμία, άλλα μέτρα πρέπει να πάρουμε όταν η τρικυμία μετατρέπεται σε τσουνάμι. Και μπροστά σε αυτό το τσουνάμι οφείλουμε σήμερα να ορθώσουμε έναν κυματοθραύστη.

Δοκιμάσαμε πολλά αμυντικά σχέδια. Η αλήθεια είναι ότι αυτά προδόθηκαν από τη συμπεριφορά κάποιων. Να βγούμε επιτέλους εδώ και να το αναγνωρίσουμε αυτό, να το αναγνωρίσουμε με θάρρος, να μην κλείνουμε το μάτι σε κάποιους οι οποίοι με την ανέντιμη και ανεύθυνη συμπεριφορά τους υπονόμευσαν την υγεία των πολλών.

Ξέρουμε σήμερα ποιες ήταν οι εστίες διασποράς του ιού. Το ξέρουμε. Δεν το λέμε για να στοχοποιήσουμε κάποιον. Το λέμε για να εξηγήσουμε στην κοινωνία ότι αυτές οι συμπεριφορές δημιουργούν πρόβλημα δημόσιας υγείας σε όλους και θα ήθελα σας παρακαλώ πολύ, απ’ όλα τα κόμματα, αυτό να το ακούσω σήμερα.

Η βασική αιτία διασποράς του ιού στην Ελλάδα  και σε ολόκληρη την Ευρώπη ήταν η διασκέδαση νέων ανθρώπων. Αυτό δεν το λέω ως κριτική. Προφανώς οι νέοι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς σε τέτοιες συμπεριφορές. Είναι όμως μία διαπίστωση και αυτό πρέπει να ακουστεί. Γιατί το μόνο το οποίο έχω ακούσει από την αντιπολίτευση, είναι «μη στοχοποιείτε τους νέους». Ωσάν οι νέοι να είναι παντελώς ανεύθυνοι και υπεράνω κριτικής σε αυτήν τη μεγάλη κρίση την οποία αντιμετωπίζουμε.

Τα δεδομένα, λοιπόν, εδώ είναι ξεκάθαρα, αμείλικτα και δεν επιδέχονται αυτή τη στιγμή καμία αμφισβήτηση. Και δεν υπάρχει μία λύση, δεν υπάρχει μία λύση, θα το ξαναπώ αυτό. Προτιμώ να ακούσω ότι δώσαμε διαρκείς μάχες βάζοντας αλλεπάλληλα αναχώματα στον υγειονομικό εχθρό, παρά ότι παραδοθήκαμε σε αυτόν.

Είμαι έτοιμος να συζητήσω για το πως πολεμήσαμε, αλλά ποτέ για το αν πολεμήσαμε. Πολύ περισσότερο όταν φωνασκούν για όλα αυτά εκείνοι που έλειψαν από τον πόλεμο της ενημέρωσης για να κάνουν τώρα ανέξοδο κλεφτοπόλεμο.

Φτάσαμε έτσι στο νέο απαγορευτικό του Νοεμβρίου. Ποιος είναι  ο στόχος; Θα το εξηγήσω και πάλι: Να μειωθεί η κινητικότητα του πληθυσμού, ώστε να μειωθεί με αυτό τον τρόπο δραστικά και η μετάδοση του ιού, για να αντέξουν τα νοσοκομεία μας, τα οποία διαρκώς και ενισχύονται.

Πρώτος σταθμός μας αυτή τη στιγμή θα είναι οι γιορτές. Αν πετύχουμε μπορούμε να τις κάνουμε σε ομαλότερες συνθήκες. Και βέβαια σήμερα περισσότερο παρά ποτέ χρειάζεται όλοι να επιδείξουμε την απαραίτητη ωριμότητα και υπευθυνότητα. Ξέρω ότι η κοινωνία είναι φοβισμένη, κουρασμένη, αγχωμένη, αγανακτισμένη. Και η διαπίστωση την οποία κάνουμε κοιτάζοντας τα πραγματικά δεδομένα είναι  ότι δεν πείθουμε τους πολίτες όλοι μαζί -χρησιμοποιώ α’ πληθυντικό- με την ίδια αποτελεσματικότητα ότι πρέπει να τηρήσουν αυτά τα βασικά μέτρα περιορισμού της κινητικότητας για να περιορίσουμε τον ιό.

Η εντύπωσή μου είναι ότι μερικές φορές χρειάζεται να πάρουμε πιο αυστηρά μέτρα από ό,τι πήραμε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο για να πετύχουμε το ίδιο αποτέλεσμα το οποίο πετύχαμε τότε. Για αυτό και έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία το μήνυμα το οποίο θα εκπέμπεται από τις πολιτικές δυνάμεις για τους βασικούς άξονες της δημόσιας υγείας να είναι ενιαίο, ομοιόμορφο και να μην αμφισβητείται.

Όταν ερχόμαστε και διευκρινίζουμε τι σημαίνει απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 21:00 το βράδυ, το κάνουμε για να περιορίσουμε μετακινήσεις που ενδεχομένως να έχουν το χαρακτήρα της προαιρετικότητας.

Δεν το κάνουμε το πρωί γιατί οι άνθρωποι πρέπει να εξακολουθούν αυτοί που μπορούν και πρέπει να πάνε στη δουλειά τους, να πάνε στη δουλειά τους, και οι γονείς πρέπει να πάνε και να πάρουν τα παιδιά από το δημοτικό σχολείο. Αλλά αυτό το οποίο δεν πρέπει να γίνεται σε αυτή τη συγκυρία είναι να μετακινούμαστε το βράδυ με τη δήθεν δικαιολογία της άσκησης και να πηγαίνουμε από το ένα σπίτι στο άλλο, κάνοντας παρέες με ανθρώπους που δεν αποτελούν μέρος του στενού οικογενειακού μας περιβάλλοντος. Αυτό θα είναι δραματικό αν συμβεί.

Αν, λοιπόν, δεν μπορώ να το εξηγήσω στους συμπολίτες μου ότι αυτό είναι κάτι το οποίο δεν πρέπει να γίνεται, τι δυνατότητες έχουμε παρά μόνο να εφαρμόσουμε τέτοιου είδους μέτρα. Και θα παρακαλούσα όλες και όλους, και τους πολιτικούς αρχηγούς, αυτά τα μέτρα να τα στηρίξουν. Είναι τα μόνα μέτρα τα οποία θα μας επιτρέψουν σήμερα να περιορίσουμε τη γρήγορη μετάδοση του ιού.

Και βέβαια έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι τα μέτρα αυτά θα αποδώσουν. Ενδεχομένως να χρειαστούν ακόμα μία εβδομάδα, δέκα ημέρες δύσκολες για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Θα δούμε όμως στη συνέχεια μία πτώση των κρουσμάτων και μικρότερη πίεση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.

Αλλά οι επόμενες ημέρες θα είναι δύσκολες. Οι επόμενες εβδομάδες θα είναι δύσκολες. Όπως είναι ήδη δύσκολες για τους εργαζόμενους συμπολίτες μας οι οποίοι καλούνται να υποστούν τις συνέπειες αυτής της δεύτερης οριζόντιας παρέμβασης στη λειτουργία της οικονομίας.

Γι’ αυτό όμως βγήκαμε μπροστά και είπαμε ότι θα στηρίξουμε πάνω από όλα τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας. Γι’ αυτό ήρθαμε και είπαμε ότι ειδικά για το Νοέμβριο θα αυξήσουμε κατά 50% την αποζημίωση στη μισθωτή εργασία και θα την πάμε στα 800 ευρώ.

Γι’ αυτό ερχόμαστε και ενισχύουμε και παρατείνουμε τα επιδόματα της ανεργίας. Και για αυτό θα είμαστε πάντα εδώ, και τους επόμενους μήνες, να στηρίξουμε εκείνα τα νοικοκυριά τα οποία είναι πιο ευάλωτα και θα υποστούν τις μεγαλύτερες πιέσεις από αυτή την πρωτοφανή οικονομική κρίση.

Αυτό είναι το δεύτερο κύμα φροντίδας αυτής της κυβέρνησης για το εισόδημα και την παραγωγή, το οποίο θα αγγίξει τα 3,5 δισεκατομμύρια μέσα σε ένα μήνα.

Ερχόμαστε λοιπόν να δούμε και να συζητήσουμε τι κάναμε σωστά και τι δεν κάναμε σωστά. Με ειλικρίνεια και με πραγματική διάθεση αυτοκριτικής.

Θέλω να ξέρετε ότι δεν υπάρχει ένα βράδυ το οποίο θα γυρίσω σπίτι μου και δεν θα σκεφτώ τι θα μπορούσαμε ενδεχομένως να κάνουμε καλύτερα την επόμενη μέρα για να σώσουμε ανθρώπινες ζωές. Και αυτό δεν δέχομαι να το αμφισβητεί κανείς. Όπως δεν δέχομαι αυτό να αμφισβητείται για κανέναν ο οποίος δίνει σήμερα έναν αγώνα, είτε είναι μέλος της κυβέρνησης, είτε είναι υγειονομικός, είτε είναι ο ΕΟΔΥ, είτε είναι η Πολιτική Προστασία, να ακυρώνεται οριζόντια μια τεράστια προσπάθεια η οποία γίνεται ώστε να αντιμετωπίσουμε έναν εχθρό άγνωστο, ο οποίος αλλάζει συνέχεια μορφή και συνιστά τον ορισμό μιας ασύμμετρης απειλής.

Θα παρακαλούσα ειλικρινά μην μπείτε σήμερα στον πειρασμό, κύριε Τσίπρα, να επαναλάβετε τα στοιχεία τα οποία δείξατε την προηγούμενη φορά σχετικά με τους θανάτους στη χώρα μας. Μην το κάνετε. Μην το κάνετε. Σας δίνω ειλικρινά αυτή τη συμβουλή αν το έχετε αυτό στην ομιλία σας μην το κάνετε, μην παίξετε αυτό το απαράδεκτο παιχνίδι πάνω στις πλάτες των οικογενειών ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους για να στοιχειοθετήσετε τι ακριβώς, θέλω να καταλάβω. Ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι, όλη η Ευρώπη, με ένα δεύτερο κύμα πανδημίας το οποίο προσπαθούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο να ελέγξουμε;

Δεν θέλω, ειλικρινά. Θα το κάνω στη δευτερολογία μου μόνο εάν επιμείνετε να χρησιμοποιήσετε αυτά τα στοιχεία. Δεν θέλω να μιλάω με στατιστικές νεκρών. Δεν θέλω να το κάνω. Μην με αναγκάσετε να μπούμε και σε αυτή την άχαρη σύγκριση, εάν επιλέξετε πάλι να κάνετε σπέκουλα ειδικά πάνω σε αυτά τα στατιστικά στοιχεία. Οποιαδήποτε άλλα στοιχεία χρησιμοποιείστε τα αν θέλετε, αλλά αυτό σας λέω ειλικρινά να μην το κάνετε, γιατί είναι προσβολή. Είναι προσβολή στη μνήμη των συμπολιτών μας που έχασαν τη ζωή τους και νομίζω ότι είναι και μια προσβολή σε όλους όσους δίνουν μια τεράστια προσπάθεια να σώσουν ανθρώπινες ζωές, υπερβάλλοντας εαυτούς εν μέσω αυτής της πρωτοφανούς κρίσης.

Τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει διαφορετικά; Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να είχαμε επιβάλλει τη χρήση μασκών παντού νωρίτερα. Θα μπορούσαμε να περιορίσουμε τη βραδινή διασκέδαση νωρίτερα από ό,τι το κάναμε. Ναι, ενδεχομένως στη Θεσσαλονίκη έπρεπε κάποιες μέρες νωρίτερα, ενδεχομένως μία εβδομάδα νωρίτερα, να πάρουμε πιο δραστικά μέτρα. Ναι, αυτά θα μπορούσαμε να τα είχαμε κάνει.

Δεν είδα έναν, όμως, από την αντιπολίτευση να τα εισηγείται αυτά. Δεν είδα έναν από την αντιπολίτευση να εισηγείται «πάρτε τώρα πιο δραστικά μέτρα lockdown, κλείστε την οικονομία, κλείστε την οικονομία τώρα», νωρίτερα από ό,τι το είχαμε κάνει. Γιατί το μονά-ζυγά δικά μας είναι πολύ βολική τακτική όταν κάποιος είναι στην αντιπολίτευση και μπορεί εύκολα να λέει το αυτό και το ακριβώς ανάποδο.

Στον τόπο μας συμβαίνει ένα παράδοξο. Δεν ενοχοποιείται ο COVID, αλλά η κυβέρνηση γιατί αυτό ισχυρίζεστε όταν λέτε ότι το απαγορευτικό το προκάλεσε η πολιτική μας και όχι ο ιός.

Μας είπατε: «Αν ήμουν εγώ δεν θα άφηνα την κατάσταση με τον κορονοϊό να εξελιχθεί έτσι». Πράγματι, ε; Με ένα νόμο και με ένα άρθρο. Πάλι καλά που δεν κηρύξατε το νέο υγειονομικό αντιμνημόνιο.

Πριν από μερικές μέρες μίλησα στους Έλληνες έχοντας δίπλα μου τον επικεφαλής της Εθνικής Επιστημονικής Επιτροπής, τον καθηγητή κύριο Τσιόδρα. Ο κύριος Τσιόδρας παρουσίασε δημόσια τα ίδια ερευνητικά δεδομένα που λαμβάνει καθημερινά η κυβέρνηση. Ανέλυσα τις επιλογές μας, απάντησα σε ερωτήσεις και πιστεύω ότι με αυτό τον τρόπο σηματοδοτούμε σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία την εμπιστοσύνη της πολιτικής προς τους ειδικούς, αλλά και διαχωρίζουμε τους ρόλους.

Δικός μας ρόλος είναι να παίρνουμε τις τελικές αποφάσεις. Πιστεύω ότι αυτό είναι μια διαδικασία δημοκρατικής λογοδοσίας, είναι όμως και μία κίνηση αναγνώρισης της προσφοράς των επιστημόνων στην προστασία της υγείας.

Δεν μπορώ εδώ να μην σχολιάσω το γεγονός ότι υπήρξαν φωνές από την δική σας παράταξη που θέλησαν να την μειώσουν. Πρώτος ο γνωστός κύριος Πολάκης χύμηξε στον κύριο Τσιόδρα.

Ανακαλύψατε και εσείς κύριε Τσίπρα «εργαλειοποίηση» των επιστημόνων. Σας σκανδάλισε τόσο πολύ το γεγονός ότι απευθύνθηκα στον κύριο Τσιόδρα στον ενικό. Ήταν «σκανδαλώδες» αυτό το οποίο έγινε. Πράγματι, με έναν άνθρωπο με τον οποίον επικοινωνώ πολλές φορές την ημέρα καθημερινά, έχει δημιουργηθεί ένας βαθμός οικειότητας και σεβασμού που μου επέτρεψαν να τον κάνω αυτό. Αλλά από εκεί και πέρα οφείλω να επαναλάβω ότι το συγκεκριμένο γεγονός δεν ήταν τυχαίο.

Θέλω να τονίσω και να καταθέσω στα πρακτικά το βίντεο το οποίο διακινήσατε ως ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο στοχοποιείτε προσωπικά τον κύριο Τσιόδρα. Αυτό είναι screenshot από το βίντεο. Τον στοχοποιήσατε προσωπικά. Τον βάλατε σε ένα βίντεο. Δείτε το κύριε Τσίπρα, μπορεί να σας έχει διαφύγει. Αυτό είναι στο βίντεό σας. Το καταθέτω στα πρακτικά.

Επιλέξατε την πολιτική στοχοποίηση των επιστημόνων αντί της στοχοποίησης της κυβέρνησης. Με αυτόν τον τρόπο όμως υποβιβάζετε την πολιτική αντιπαράθεση. Υποσκάπτοντας τους ειδικούς στρώνετε το δρόμο στο σκοταδισμό της άγνοιας και της ημιμάθειας. Αυτά δεν έχουν θέση στην Ελλάδα  του 21ου αιώνα. Αλλά φοβάμαι ότι είναι και η μοιραία κατάληξη ενός αντιπολιτευτικού κατήφορου που δεν αναζητά λύση στα προβλήματα αλλά μόνο προβλήματα στις λύσεις που δίνει η κυβέρνηση. Μιας πολιτικής που από την αρχή της πανδημίας θυμίζει ένα εκκρεμές έτοιμο να σπάσει, κινούμενο μεταξύ ανέξοδης πλειοδοσίας και ανεύθυνης καταγγελίας.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές, όπως σας είπα πρώτος εγώ είμαι έτοιμος να παραδεχθώ και καθυστερήσεις και αστοχίες, μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση για ολόκληρο τον πλανήτη.

Ποτέ όμως δεν θα μηδενίσω την κοινή προσπάθεια Πολιτείας, ειδικών και πολιτών που δείχνει ότι μπορεί να φέρει αποτελέσματα όταν υπάρχει συστράτευση και όταν ακούγονται θετικές προτάσεις.

Φοβάμαι ότι αυτή την άποψη, δυστυχώς, δεν τη συμμερίζεται η αξιωματική αντιπολίτευση. Και θα ήθελα, με αυτή την ευκαιρία, να απαντήσω στην πρωτολογία μου στις τρεις προτάσεις που έκανε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κρίση. Μας προτείνατε τρία πράγματα, κύριε Τσίπρα και θα ήθελα να τα απαντήσω, ώστε ενδεχομένως να τα σχολιάσετε και εσείς στην τοποθέτησή σας.

Μας είπατε, πρώτον, ότι πρέπει ως κυβέρνηση να «παγώσουμε» το πρόγραμμά μας, για το οποίο εκλεγήκαμε, για έξι μήνες μέχρι που να περάσει η πανδημία. Μας είπατε να αλλάξει η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, την ώρα που δίνει μία καθημερινή μάχη, και να επιλεγεί Υπουργός κοινής αποδοχής. Και μας είπατε να συνέλθει το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, λες και δεν έχετε τακτική ενημέρωση σε επίπεδο των ειδικών σας, των ανθρώπων που έχετε εξουσιοδοτήσει να μιλάνε με το Υπουργείο Υγείας για το τι ακριβώς κάνει η κυβέρνηση.

Δηλαδή επειδή δεν έχετε σχέδιο, αν το καταλαβαίνω καλά, προτείνετε περίπου να συγκυβερνηθεί η χώρα. Μας λέγατε ότι είμαστε πολιτικοί απατεώνες και τώρα ξαφνικά θέλετε να γίνετε εταίρος της κυβέρνησης.

Και επειδή, κύριε Τσίπρα, μας είπατε ότι δεν σας αρκεί η απάντηση του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, ακούστε το λοιπόν καλά και από εμένα: Η Ελλάδα έχει κυβέρνηση, σοβαρή αντιπολίτευση δεν έχει.

Φαντάζομαι ότι επειδή ζητάτε και συχνά την παραίτηση Υπουργών, της κυρίας Κεραμέως ζητήσατε την παραίτηση επειδή έπεσε ο server της Cisco -προς τιμήν σας, κύριε Λοβέρδο, αναγνωρίσατε ότι η αρχική σας κριτική ήταν υπερβολική- εσείς επιμείνατε να παραιτηθεί η κυρία Κεραμέως γιατί έπεσε ο server της Cisco στο Λονδίνο. Και θέλετε να πιστεύετε ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνετε αξιόπιστη αντιπολίτευση.

Φαντάζομαι όμως ότι σε λίγο -δεν θα σας πάρει πολύ καιρό- θα ζητήσετε να παραιτηθεί όλη η κυβέρνηση και να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Φαντάζομαι είναι το επόμενο το οποίο θα ακούσουμε από τα στόματά σας.

Κοιτάξτε, παντού στον κόσμο δεν έχει ανασταλεί ο πολιτικός διάλογος και η πολιτική κριτική. Παντού, όμως, υπάρχει το υπερκείμενο καλό και η ανάγκη ο διάλογος αυτός να συνοδεύεται από δημιουργικές και από ουσιαστικές προτάσεις. Και θέλω να δώσω ένα παράδειγμα του τι σημαίνει εποικοδομητική αντιπολίτευση από μια χώρα που σας είναι οικεία. Ο αρχηγός των Εργατικών στην Αγγλία, ο διάδοχος του Jeremy Corbyn με τον οποίο τόσο καλές σχέσεις είχατε, ο Σερ Keir Starmer, ζήτησε πριν από ένα μήνα καθολικό lockdown. Είπε ξεκάθαρα ότι κοιτάξτε δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ο κορονοϊός με ημίμετρα και πρέπει να πάμε σε καθολικό lockdown. Δεν σας άκουσα ποτέ να λέτε κάτι αντίστοιχο. Αν το είχατε πει αυτό και είχατε αναλάβει το βάρος της επιλογής σας, γιατί ξέρετε αυτά τα μέτρα έχουν κόστος, τότε θα μπορούσα πραγματικά να δεχθώ πως είχατε δίκιο ότι ενδεχομένως έπρεπε να κινηθούμε νωρίτερα και η κριτική σας θα ήταν τεκμηριωμένη.

Δεν είπατε ποτέ αυτό. Είπατε μόνο αυτά τα οποία μπορούν να ακούγονται ωραία και ευχάριστα στα αυτιά των διαφορετικών ακροατηρίων στα οποία απευθύνεστε.

Και νομίζω ότι σήμερα έχει έρθει η ώρα να τοποθετηθούν όλα τα κόμματα, όχι μόνο εσείς κύριε Τσίπρα. Και η κυρία Γεννηματά και ο κύριος Κουτσούμπας και ο κύριος Βελόπουλος και ο κύριος Βαρουφάκης, επί της ουσίας. Έπρεπε ή δεν έπρεπε να πάμε σε lockdown τώρα;  Έπρεπε να πάμε νωρίτερα; Δεν το άκουσα από κανέναν. Από κανέναν δεν άκουσα σε αυτή την αίθουσα ότι έπρεπε να πάμε σε lockdown νωρίτερα.

Δεν έπρεπε να πάμε σε lockdown; Έπρεπε να περιμένουμε να δούμε αν τα προηγούμενα μέτρα τα οποία είχαμε εφαρμόσει θα δούλευαν; Έπρεπε ή δεν έπρεπε να στηρίξουμε την πραγματική οικονομία με ένα έκτακτο πακέτο μέτρο όπως τα 800 ευρώ τα οποία δίνουμε στους μισθωτούς; Γιατί την τελευταία φορά που τοποθετηθήκατε επί ενός έκτακτου πακέτου μέτρων, αν θυμάμαι καλά για τους πλημμυροπαθείς της Καρδίτσας, δεν το ψηφίσατε.

Τελικά πρέπει ή δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους ειδικούς; Ποιος έχει το πάνω χέρι; Ο κύριος Ξανθός, ο κύριος Πολάκης; Εμπιστευόμαστε ή δεν εμπιστευόμαστε τους ειδικούς; Ακούμε ή δεν ακούμε τις συστάσεις τους, έστω και όταν αυτοί αλλάζουν άποψη, γιατί πολύ απλά αλλάζουν τα δεδομένα.

Αυτά λοιπόν είναι καλό να τα συζητήσουμε σήμερα, καθώς μπαίνουμε ίσως στην πιο δύσκολη φάση αντιμετώπισης της πανδημίας. Και τώρα έχει έρθει η ώρα να κρατηθούμε όλοι όρθιοι έτσι ώστε όταν έρθει με το καλό το εμβόλιο να βρει όρθια και την κοινωνία.

Πειθαρχώντας ατομικά, ζητώντας πειθαρχία και από τον διπλανό μας γιατί κάθε προσωπική αστοχία αυτή τη στιγμή είναι και συλλογική.

Και σε αυτή την στιγμή οι πολίτες έχουν ανάγκη από σύμπνοια. Η Πολιτεία έχει την ανάγκη από τη συμβολή όλων, από την ψύχραιμη κριτική των αντιπάλων. Όχι από ανοησίες, γιατί περί ανοησιών πρόκειται, όπως αυτές που ακούσαμε παραδείγματος χάρη για το ζήτημα της τηλεκπαίδευσης.

Και σίγουρα όχι από την εγκληματική στάση όσων -και εδώ απευθύνομαι σε εσάς κύριε Γενικέ Γραμματέα- εν μέσω πανδημίας βλέπουν ακόμα και μιλούν ακόμα για την πορεία του Πολυτεχνείου, παραβλέποντας ότι δεν υπήρχαν εκδηλώσεις ούτε σε άλλες εθνικές επετείους και ρισκάροντας να μετατρέψετε μία πορεία τιμής, σε μία πορεία πόνου προς τις Μονάδες Εντατικής.

Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, τουλάχιστον σήμερα σε αυτή την αίθουσα, ότι μπορούμε να τιμήσουμε την μνήμη του Πολυτεχνείου με μία εξαιρετικά περιορισμένη και λιτή τελετή κατάθεσης στεφάνου στο Πολυτεχνείο και να δηλώσετε όλοι ότι δεν θα συμμετέχετε σε καμία πορεία και ότι δεν ενθαρρύνετε κανέναν σε αυτές τις κρίσιμες συνθήκες να βρεθεί στο δρόμο και να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.

Και να ξέρετε ότι η κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει καμία τέτοια συμπεριφορά. Σας το λέμε από τώρα να το γνωρίζετε. Όπως η κυβέρνηση πήρε την απόφαση να μην γιορταστεί η 28η Οκτωβρίου, έτσι παίρνει και την απόφαση να μην γίνει σε αυτές τις συνθήκες η πορεία του Πολυτεχνείου. Και είμαι σίγουρος ότι αυτό θα ήθελαν και αυτοί οι οποίοι πρωταγωνίστησαν σε αυτή την εμβληματική εξέγερση.

Σήμερα πάντως -και θα κλείσω με αυτό- τουλάχιστον δεν βαδίζουμε χωρίς κατεύθυνση. Ανεβαίνουμε ένα βουνό και βλέπουμε την κορυφή. Δεν ξέρουμε ακριβώς πόσο χρόνο θα μας πάρει να φτάσουμε στην κορυφή, ξέρουμε ότι υπάρχουν αρκετές χαράδρες και γκρεμοί από το σημείο που βρισκόμαστε μέχρι την κορυφή, αλλά βλέπουμε την κορυφή.

Και η κορυφή είναι το εμβόλιο και είναι εξαιρετικά αισιόδοξο το γεγονός ότι μία τουλάχιστον εταιρεία έχει ήδη εξαγγείλει ότι το εμβόλιό της δεν είναι απλά ασφαλές, αλλά και άκρως αποτελεσματικό. Και εκτιμώ ότι και άλλες εταιρείες θα προβούν σε αντίστοιχες εξαγγελίες εντός των επόμενων εβδομάδων.

Η κυβέρνηση διαθέτει ήδη σχέδιο προμήθειας του εμβολίου και μαζικής θωράκισης του πληθυσμού. Το Υπουργείο Υγείας και η Επιτροπή Εμβολιασμού είναι απολύτως ανοιχτή -επειδή είδα και μία ενδιαφέρουσα ερώτηση την οποία κατέθεσε το ΚΙΝΑΛ- να ακούσει τις απόψεις κομμάτων για το πώς αυτό το σχέδιο μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερο και ακόμα αποτελεσματικότερο.

Και βέβαια θα πρέπει να δώσουμε όλοι έναν αγώνα να πείσουμε την ελληνική κοινωνία ότι από τη στιγμή που το εμβόλιο θα είναι διαθέσιμο δωρεάν για όλους τους Έλληνες πολίτες, ότι πρέπει οι Έλληνες πολίτες να εμβολιαστούν.

Προφανώς και δεν πρόκειται να πάμε σε κανενός είδους υποχρεωτικό εμβολιασμό. Όπως όμως οι συμπολίτες μας εμβολιάστηκαν για τη γρίπη, με πολύ μεγάλη ταχύτητα με εμβόλια τα οποία είχε εγκαίρως προμηθευτεί η ελληνική κυβέρνηση, η ίδια λογική πρέπει να επικρατήσει και στο εμβόλιο κατά του Covid.

Και βέβαια να πω και κάτι ακόμα, το οποίο το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό. Όταν βλέπουμε τη κορυφή του βουνού, το φως στην άκρη του τούνελ, όπως θέλετε πείτε το, μπορούμε να αντιδράσουμε ψυχολογικά με δύο διαφορετικούς τρόπους: Ο ένας είναι  να χαλαρώσουμε και να πούμε «δεν βαριέσαι, θα βρεθεί το εμβόλιο, όλα καλά είναι». Ο δεύτερος είναι να είμαστε ακόμα πιο συγκρατημένοι, να σφίξουμε τα δόντια, γιατί γνωρίζουμε πια ποιο είναι  το τέλος αυτής της διαδρομής.

Πρέπει, επιβάλλεται να κάνουμε το δεύτερο. Θα έχουμε εμβόλια στη διάθεσή μας, ενδεχομένως και από τον Ιανουάριο. Τα εμβόλια αυτά θα έρθουν τμηματικά. Θα χρειαστεί χρόνος να εμβολιαστεί ένα ικανό ποσοστό του πληθυσμού ώστε να σπάσουμε την αλυσίδα της μετάδοσης και βέβαια σε αυτό το διάστημα σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να χαλαρώσουμε.

Αλλά γνωρίζουμε πια ότι στο τέλος αυτής της διαδρομής υπάρχει ένα εμβόλιο το οποίο είναι και το μόνο εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε οριστικά αυτήν την πρωτοφανή κρίση. Και αυτή η προοπτική του εμβολίου πρέπει να μας οπλίσει όλους μας με νέα δύναμη και νέα αντοχή, ώστε το τέλος αυτού του εφιάλτη να βρει όλους τους πολίτες υγιείς, τον παραγωγικό ιστό της χώρας έτοιμο να ξαναπιάσει το νήμα της ανάπτυξης.

Κλείνω, λοιπόν, με ένα ειλικρινές κάλεσμα συσπείρωσης και προοπτικής. Εμείς θα συνεχίσουμε παρά τις δυσκολίες να δίνουμε τη μάχη για την προστασία της δημόσιας υγείας, ακούγοντας τις οδηγίες των επιστημόνων. Υιοθετώντας κάθε γόνιμη πρόταση, μη διστάζοντας να διορθώσουμε αδυναμίες όπου αυτές εντοπίζονται, με τόλμη και με αλήθεια.

Από την πλευρά τους, όλοι οι Έλληνες καλούνται να υψώσουν το δικό τους ανάστημα εθνικής ευθύνης. Να συνεχίσουν να τηρούν τα μέτρα προστασίας και τους κανόνες της Πολιτείας, ώστε τα πράγματα να μην γίνουν χειρότερα πριν γίνουν καλύτερα.

Επιτρέψτε μου να κλείσω με μία αναφορά στην έννοια της ευθύνης. Η ευθύνη είναι μία λέξη που μπορεί κανείς να τη διαβάσει από δύο διαφορετικές οπτικές. Μπορεί την ευθύνη να τη δει κανείς ως φταίξιμο ή μπορεί να τη δει κανείς ως υπευθυνότητα.

Διαβάζω την έννοια της ευθύνης με το δεύτερο ορισμό. Ευθύνη σημαίνει υπευθυνότητα. Υπευθυνότητα απέναντι στον εαυτό μας, απέναντι στους συμπολίτες μας. Η ευθύνη δεν είναι φταίξιμο. Δεν κουνάμε το δάχτυλο σε κανέναν να του πούμε ότι φταίει για αυτά τα οποία συμβαίνουν. Τον καλούμε να αναλογιστεί ότι η ευθύνη είναι ο δίδυμος αδελφός της ελευθερίας. Ότι δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς ατομική ευθύνη, χωρίς συμπεριφορά η οποία να προστατεύει το ίδιο το άτομο και το κοινωνικό σύνολο.

Και είμαι σίγουρος ότι αυτή την έννοια της ευθύνης, ευθύνη ως υπευθυνότητα και όχι ως φταίξιμο, θα την αγκαλιάσει η ελληνική κοινωνία. Και ότι και τώρα που ίσως αντιμετωπίζουμε τις πιο δύσκολες ημέρες, τις πιο σκοτεινές ημέρες, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε και αυτή τη μεγάλη δυσκολία, να βγούμε νικητές από αυτή τη μάχη με όσο το δυνατόν λιγότερα τραύματα, όσο το δυνατόν λιγότερες αμυχές. Έτσι ώστε το 2021 να είναι η χρονιά της μεγάλης επανεκκίνησης και η χρονιά που θα έχουμε αφήσει οριστικά πίσω μας αυτή την πρωτοφανή περιπέτεια.

Σας ευχαριστώ.

Προηγούμενο άρθρο«Στο κόκκινο» και τα νοσοκομεία της Ηπείρου – Κινητοποίηση στο Πανεπιστημιακό
Επόμενο άρθροΣε ΜΕΘ του «Ευαγγελισμού» ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος -Ελεγχόμενη η κατάστασή του